- κοσμοσύχναστος
- -η, -ο(για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι, πολυσύχναστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -σύχναστος (< συχνάζω), πρβλ. πλυ-σύχναστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοσύχναστος — η, ο πολυσύχναστος, ο συχναζόμενος από πολλούς ανθρώπους: Αυτό το κέντρο είναι κοσμοσύχναστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek